Δημοτικό τραγούδι και ελληνική ιδιοπροσωπία

του Γιώργου Καραμπελιά

«Μπορούμε να κάνουμε πολλές πικρές παρατηρήσεις πάνω στην άβυσ­σο που μπορεί κάποτε να χωρίσει τους μορφωμένους και τους καλλιερ­γημένους από τη φωνή της ζωής, όταν σκεφτούμε πως για πολλούς αι­ώνες ο μόνος πραγματικός ποιητής που έχει το Γένος είναι ο ανώνυμος και αναλφάβητος λαός…».

Γιώργος Σεφέρης, Κωστής Παλαμάς, 1943

Στόχος μου είναι η συναγωγή ορισμέ­νων συμπερασμάτων: να διακρίνου­με τα θεμελιώδη ιδεολογικά στοιχεία που μεταβάλλουν το δημοτικό τρα­γούδι σε «πυκνωτή» της νεότερης ελληνικής ιδεολογίας – αναχωνεύοντας, μέσα από το στό­μα των τυφλών ποιητάρηδων (των ακριτικών α­σμάτων) και των γραϊδίων (που συνέθεταν θρησκευτικά άσματα και μοιρολόγια), αρχέγονα και νεωτερικά στοιχεία, διηθώντας μέσα τους μια μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά.

Ο Ερατοσθένης Καψωμένος τονίζει πως «ο μόνος εμπράγματος (και όχι γραπτός) πολιτι­σμός, που κάλυπτε το σύνολο περίπου του ελ­ληνισμού, τόσο κατά την ύστερη τουρκοκρατία όσο και κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανεξαρ­τησίας, ήταν ο παραδοσιακός πολιτισμός των αγροτοκτηνοτροφικών κοινοτήτων της υπαί­θρου». Αυτός ο παραδοσιακός πολιτισμός είχε δύο βασικές συνιστώσες, την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση και τη λαϊκή δημιουργία – από την αρχιτεκτονική και τους χτιστάδες έως το δημοτικό τραγούδι.

Η «λόγια παράδοση, μ’ όλη τη σπουδαιότητά της, ήταν υπόθεση μιας μειοψηφίας λογίων», ε­νώ «ο λαϊκός πολιτισμός υπήρξε τελικά ο βασι­κός παράγοντας της σύνθεσης λόγιου – λαϊκού, αγροτικού – αστικού, ελληνικού – ευρωπαϊκού, απ’ όπου προέκυψε ο ελληνικός πολιτισμός του εικοστού αιώνα, με τις ιδιαιτερότητές του· ιδιαιτερότητες που δε μας επιτρέπουν να τον ταυ­τίσομε με τα δυτικά αστικά πρότυπα». [1]

Η θεμελιώδης «αθωότητα»

Το δημοτικό τραγούδι αποδίδει με τον πιο ο­λοκληρωμένο τρόπο τις ιδιαιτερότητες της ελ­ληνικής ιδεολογίας, το «συναμφότερον» του εθνικού μας χαρακτήρα σε όλες του τις εκφρά­σεις.

Ενός εθνικού χαρακτήρα που έχει διαμορφω­θεί σε μια πορεία τριών χιλιάδων χρόνων, του­λάχιστον, μέσα από περιπέτειες, μεταπτώσεις και αλλαγές, που δεν έχει ίσως γνωρίσει κανέ­νας άλλος ιστορικός λαός: από το ζενίθ της κλασικής αρχαιότητας και της φιλοσοφίας, στη διαμόρφωση ενός οικουμενικού πολιτισμού με τον Αλέξανδρο, τον χριστιανισμό και το Βυζάντιο -, στην κατάρρευση των Αλώσεων, στην αναγέννηση του ’21, στο ναδίρ της σημε­ρινής παρακμής.

Έτσι στο δημοτικό τραγούδι δεν θα συναντή­σουμε μόνο όλες τις μορφές της ζωής και όλες τις πνευματικές και βιοτικές ανησυχίες, αλλά συχνά και διαφορετικά ή και ανταγωνιστικά ιδε­ολογικά συστήματα αναφοράς:

Πρόταξη της ορθοδοξίας ως καθολικού συστήματος αξιών και ταυτόχρονα απόκλιση ή και αντιπαράθεση σε ό,τι αφορά συγκεκρι­μένες πτυχές τους, όπως οι γιορτές της γονι­μότητας και του έρωτα – για να μην αναφερ­θούμε στα σκωπτικά άσματα για τον κλήρο.

Κατάφαση του σαρκικού έρωτα και της χα­ράς της ζωής αλλά και ταυτόχρονα της πιο ε- ξιδανικευμένης και πεισιθάνατης αγάπης, της «αγάπης ως θανάτου».

Μετάβαση από τον υπερφυσικό ήρωα – Ακρίτη στον περήφανο κλέφτη – παλληκάρι αλλά, συχνά – πυκνά, επιστράτευση των μυ­θολογικών μοτίβων και της υπερβολής στα νεότερα ηρωικά άσματα. («Χίλιοι τον παν’ άπό μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω»).

Απόρριψη κάθε μοιρολατρίας αλλά ταυτό­χρονα τραγική αίσθηση της ιστορίας ή της σύγκρουσης με τον Χάρο.

Το δημοτικό τραγούδι, σε αντίθεση με πολ­λές τρέχουσες «απομυθοποιητικές» αποδομητικές θεωρίες, που επιθυμούν να το αντι­μετωπίσουν ως «ένα μόνο τραγούδι», αποτελεί εν τέλει, σύμφωνα με τον Χρήστο Μαλεβίτση, «το περιεχόμενο της συνειδήσεως του ελληνικού λαού. Δηλαδή είναι ο τρόπος που ο ελληνικός λαός έχει είδηση του κόσμου».

Τον νεότερο Έλληνα, τέτοιον που αναδει­κνύεται μέσα από το δημοτικό τραγούδι, τον χαρακτηρίζει μια θεμελιώδης «αθωότητα». Γ ι’ αυτό στην εθνική συνείδηση πάντοτε μπαί­νει σε πρώτο πλάνο η ευθύνη του αδικητή: «(…) το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται τέτοιες εκφράσεις – του τύπου “τι σωκανα”, “τι σουκάμαμε”, “γιά ποιο λόγο τοκαμες” – στους θρήνους για την άλωση των πόλεων καταδεικνύει πως η φυσική αθωότητα είναι μια καθολική αρχή που επεκτείνεται σε όλο το κοινωνικό σώμα, το οποίο υφίσταται μια επίθεση, και κατ’ ε­ξοχήν στο σύνολο του ελληνισμού απέναντι στην επέλαση των εισβολέων». [2]

Αυτό το χαρακτηριστικό θα συνεχίσει να σφραγίζει και να επιβεβαιώνει τη λαϊκή ιδεολογία μέχρι τη σύγχρονη ιστορία μας – Μι­κρασιατική Καταστροφή, ιταλογερμανική εισβολή και Αντίσταση, Κυπριακός Αγώνας, τουρκική εισβολή στην Κύπρο (…), επιβολή του Μνημονίου! Ο ελληνικός λαός ανήκει – όντως – στους «αδικημένους» της Ιστορίας, παρά τις προσπάθειες των εθνοαποδομητών διανοουμένων να τον χαρακτηρίσουν αντίθε­τα ως «ευνοημένο»!

Αυτή η θεμελιώδης «αθωότητα» μετριά­ζεται από την άλλη όψη της ελληνικής ιδεολογίας, τη συνδεδεμένη με την έννοια της α­μαρτίας και της ευθύνης: Τα «δικά μας κρίμα­τα έχουν επιφέρει τα δεινά που βιώνουμε».

Κοινή κουλτούρα των Ελλήνων

Αυτοί οι δύο «κόσμοι» προφανώς αλληλοεπηρεάζονται και διεισδύουν ο ένας στον άλλο, αλληλεπίδραση που στη λαϊκή προφορική πα­ράδοση εμφανίζεται ως συνύπαρξη των αντι­θέτων και λειτουργεί ως αισθητικός και πολιτι­σμικός κώδικας:

Παρότι το δημοτικό τραγούδι δεν κατόρθω­σε να επιτύχει τον ολοκληρωμένο «εκσυγχρονι­σμό της παράδοσης», γονιμοποίησε την ποίη­ση, τη μουσική και τη γλώσσα μας διότι, όπως τονίζει ο Σωνιέ, «δεν αντιπροσωπεύει μόνο την παραδοσιακή κοινωνία», αλλά «αποτελεί ταυ­τόχρονα και μια από τις πιο επεξεργασμένες και χαρακτηριστικές μορφές της κοινής κουλτού­ρας των Ελλήνων».

Τα δημοτικά τραγούδια έπαψαν να υπάρχουν ως είδος ζωντανό και παραγωγικό, ωστόσο η ί­δια η λαϊκή ιδεολογία επιβίωσε κατά ένα μέρος «απέναντι στις επίμονες προσπάθειες που κατεβλήθησαν μετά την Ανεξαρτησία για να την ξεθωριάσουν, να την παραμορφώσουν ή να την αγνοήσουν. Και κάποια από τα ζωτικά της στοιχεία εμφανίζονται και σήμερα, ιδιαίτερα κατά τις πιο δύσκολες περιστάσεις της ελληνικής ζωής». [3]

Το γεγονός ότι σήμερα, σε μια εποχή κα­θολικής παρακμής του ελληνισμού, ενισχύεται – επί τέλους – το ενδιαφέρον για το δη­μοτικό τραγούδι, όχι μόνο ως κείμενο αλλά και ως μουσική, τραγούδι και χορός, από ένα αυξανόμενο τμήμα των νέων, ενώ πολλαπλασιάζονται και πάλι οι σχετικές μελέτες, δεν α­ποδεικνύει μόνο τη διαχρονική αξία του, αλ­λά καταδεικνύει πως, όταν ένας πολιτισμός, όταν ένα έθνος αγγίζει κυριολεκτικά τα όρια της επιβίωσής του, τότε «επιστρέφει», βυθί­ζεται στα βαθύτερα στρώματα της ταυτότη­τάς του για να βρει ίσως τη δύναμη μιας ανά­τασης, και πάλι.

– Το κείμενο αποτελεί μέρος της εισαγωγής του ο­μώνυμου βιβλου του Γιώργου Καραμπελιά «Το Δη­μοτικό τραγούδι – Αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του νεότερου ελληνισμού».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Ε.Γ. Καψωμένος, «Η κρητική μαντινάδα. Η δομή, η αισθητική και η θεματολογία της», Πεπραγμένα Συνεδρίου, Η κρητική μαντινάδα, Ακρωτήρι, Δήμος Ακρωτηρίου Χανίων, 2002: 54-55

2. Guy Saunier, Saunier, Guy, «Adikia», Le mal et l’injustice dans les chansons populaires grecques, Les Belles Lettres, Παρίσι 1979, σ. 346

3. Guy Saunier, «Adikia»…, ό.π., σ. 350

 

20.08.2018

Πηγή: Αρδην - Ρήξη

Πίσω